- ελληνόγλωσσος
- -η, -ο(για αλλοεθνείς) αυτός που έχει ως μητρική γλώσσα την ελληνική («ελληνόγλωσσοι Βούλγαροι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελληνόγλωσσος, -η — ο 1. αλλοεθνής που έχει ως μητρική του γλώσσα την ελληνική, ελληνόφωνος: Ελληνόγλωσσοι Τούρκοι. 2. φρ., «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο», μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ελληνόφωνος — η, ο (για αλλοεθνή) ελληνόγλωσσος … Dictionary of Greek
ελληνόφωνος — η, ο ελληνόγλωσσος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)